Έρση < αρχ. ἕρση, ομ. ἐέρση, δωρ. ἕρσα (= δροσιά). Συγγενικό με το ἄρδω (= ποτίζω), μελλ. ἄρσω (> ἄρση > ἕρση). Επίσης, στα αρχαία ινδικά varsam (= βροχή).